Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θέσκελος
θεσμός
θεσπέσιος
θεσπεσίως
θεσπιδαής
θέσπις
θέσφατος
θέτο
θεύσεαι
θέω
θέωμεν
θεώτερος
θῆαι
θήγω
θεάομαι
θήῃ
θηητήρ
θήϊον
θῆκε
θηλέω
θῆλυς
View word page
θέωμεν

1 pl. aor. subj. τίθημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θέωμεν
Headword (normalized):
θέωμεν
Headword (normalized/stripped):
θεωμεν
IDX:
4787
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4788
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. aor. subj. τίθημι.</p>'}