Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θέσθαι
θέσκελος
θεσμός
θεσπέσιος
θεσπεσίως
θεσπιδαής
θέσπις
θέσφατος
θέτο
θεύσεαι
θέω
θέωμεν
θεώτερος
θῆαι
θήγω
θεάομαι
θήῃ
θηητήρ
θήϊον
θῆκε
θηλέω
View word page
θέω

[θεϝ-.]

Also θείω

[prob. for θἥϝ̓ω, fr. θηϝ-, long form of θεϝ-.]

3 pl. pa. iterative θέεσκον Od. 3.229.

2 sing. fut. in mid. form θεύσεαι Il. 23.623.

Infin. θεύσεσθαι Il. 11.701.

(ἀμφι-, προ-, συν-, ὑπεκπρο-.)

ShortDef

to run
shine, gleam

Debugging

Headword:
θέω
Headword (normalized):
θέω
Headword (normalized/stripped):
θεω
IDX:
4786
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4787
Key:

Data

{'content': '<p>[θεϝ-.]</p> <p>Also θείω</p> <p>[prob. for θἥϝ̓ω, fr. θηϝ-, long form of θεϝ-.]</p> <p>3 pl. pa. iterative θέεσκον Od. 3.229.</p> <p>2 sing. fut. in mid. form θεύσεαι Il. 23.623.</p> <p>Infin. θεύσεσθαι Il. 11.701.</p> <p>(ἀμφι-, προ-, συν-, ὑπεκπρο-.)</p>'}