Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θερμαίνω
θερμός
θέρμω
θέρος
θέρω
θές
θέσαν
θέσθαι
θέσκελος
θεσμός
θεσπέσιος
θεσπεσίως
θεσπιδαής
θέσπις
θέσφατος
θέτο
θεύσεαι
θέω
θέωμεν
θεώτερος
θῆαι
View word page
θεσπέσιος

-η, -ον

[θε-, θεός + σ̔ἐπ-. See ἐννέπω.]

ShortDef

divinely sounding, divinely sweet

Debugging

Headword:
θεσπέσιος
Headword (normalized):
θεσπέσιος
Headword (normalized/stripped):
θεσπεσιος
IDX:
4779
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4780
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[θε-, θεός + σ̔ἐπ-. See ἐννέπω.]</p>'}