Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλκή
ἄλκιμος
ἀλκτήρ
ἀλκυών
ἀλλά
ἀλλέγω
ἄλλῃ
ἄλληκτος
ἀλλήλων
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
View word page
ἀλλοδαπός

-ή, -όν

[ἄλλος. Second element doubtful.]

ShortDef

belonging to another people

Debugging

Headword:
ἀλλοδαπός
Headword (normalized):
ἀλλοδαπός
Headword (normalized/stripped):
αλλοδαπος
IDX:
477
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.478
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[ἄλλος. Second element doubtful.]</p>'}