Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θεόθεν
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεός
θεουδής
θεραπεύω
θεράπων
θερμαίνω
θερμός
θέρμω
θέρος
θέρω
θές
θέσαν
θέσθαι
θέσκελος
θεσμός
θεσπέσιος
θεσπεσίως
View word page
θερμός
[θέρω.]
ShortDef
hot, warm
Debugging
Headword:
θερμός
Headword (normalized):
θερμός
Headword (normalized/stripped):
θερμος
IDX:
4770
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4771
Key:
Data
{'content': '<p>[θέρω.]</p>'}