Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θεοείκελος
θεόθεν
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεός
θεουδής
θεραπεύω
θεράπων
θερμαίνω
θερμός
θέρμω
θέρος
θέρω
θές
θέσαν
θέσθαι
θέσκελος
θεσμός
θεσπέσιος
View word page
θερμαίνω
[θερμός.]
3 sing. aor. subj. θερμήνῃ Il. 14.7.
(ὑπο-.)
ShortDef
to warm, heat
Debugging
Headword:
θερμαίνω
Headword (normalized):
θερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
θερμαινω
IDX:
4769
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4770
Key:
Data
{'content': '<p>[θερμός.]</p> <p>3 sing. aor. subj. θερμήνῃ Il. 14.7.</p> <p>(ὑπο-.)</p>'}