Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θεόδμητος
θεοειδής
θεοείκελος
θεόθεν
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεός
θεουδής
θεραπεύω
θεράπων
θερμαίνω
θερμός
θέρμω
θέρος
θέρω
θές
θέσαν
θέσθαι
θέσκελος
View word page
θεραπεύω

[θεράπων.]

ShortDef

to be an attendant, do service

Debugging

Headword:
θεραπεύω
Headword (normalized):
θεραπεύω
Headword (normalized/stripped):
θεραπευω
IDX:
4767
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4768
Key:

Data

{'content': '<p>[θεράπων.]</p>'}