Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θέμεναι
θέμις
θεμιστεύω
θεμόω
θέναρ
θέντες
θέντων
θέο
θεόδμητος
θεοειδής
θεοείκελος
θεόθεν
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεός
θεουδής
θεραπεύω
θεράπων
θερμαίνω
View word page
θεοείκελος

(θεοϝείκελος)

[θεός + (ϝ)είκελος.]

ShortDef

godlike

Debugging

Headword:
θεοείκελος
Headword (normalized):
θεοείκελος
Headword (normalized/stripped):
θεοεικελος
IDX:
4759
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4760
Key:

Data

{'content': '<p>(θεοϝείκελος)</p> <p>[θεός + (ϝ)είκελος.]</p>'}