Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θεμείλια
θέμεναι
θέμις
θεμιστεύω
θεμόω
θέναρ
θέντες
θέντων
θέο
θεόδμητος
θεοειδής
θεοείκελος
θεόθεν
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεός
θεουδής
θεραπεύω
θεράπων
View word page
θεοειδής

(θεοϝειδής)

[θεός + (ϝ)εῖδος.]

ShortDef

divine of form

Debugging

Headword:
θεοειδής
Headword (normalized):
θεοειδής
Headword (normalized/stripped):
θεοειδης
IDX:
4758
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4759
Key:

Data

{'content': '<p>(θεοϝειδής)</p> <p>[θεός + (ϝ)εῖδος.]</p>'}