Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θείην
θειλόπεδον
θεῖναι
θείνω
θείομεν
θεῖος
θεῖσα
θείω
θείω
θέλγω
θελκτήριον
θέλξαι
θέλω
θέμεθλα
θεμείλια
θέμεναι
θέμις
θεμιστεύω
θεμόω
θέναρ
θέντες
View word page
θελκτήριον
τό
[θέλγω.]
ShortDef
a charm, spell, enchantment
Debugging
Headword:
θελκτήριον
Headword (normalized):
θελκτήριον
Headword (normalized/stripped):
θελκτηριον
IDX:
4744
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4745
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[θέλγω.]</p>'}