Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θάρσυνος
θαρσύνω
θάσσων
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
θάψαν
θεά
θέαινα
θέειον
θεειόω
θείην
θειλόπεδον
θεῖναι
θείνω
θείομεν
θεῖος
θεῖσα
θείω
θείω
θέλγω
View word page
θεειόω
[θέειον]
(διαθειόω).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θεειόω
Headword (normalized):
θεειόω
Headword (normalized/stripped):
θεειοω
IDX:
4733
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4734
Key:
Data
{'content': '<p>[θέειον]</p> <p>(διαθειόω).</p>'}