Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θαρσαλέος
θαρσαλέως
θαρσέω
θάρσος
θάρσυνος
θαρσύνω
θάσσων
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
θάψαν
θεά
θέαινα
θέειον
θεειόω
θείην
θειλόπεδον
θεῖναι
θείνω
θείομεν
θεῖος
View word page
θάψαν

3 pl. aor. θάπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θάψαν
Headword (normalized):
θάψαν
Headword (normalized/stripped):
θαψαν
IDX:
4729
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4730
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. θάπτω.</p>'}