Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θάνατόνδε
θάνατος
θανέεσθαι
θάνον
θάομαι
θάομαι
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλέως
θαρσέω
θάρσος
θάρσυνος
θαρσύνω
θάσσων
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
θάψαν
θεά
θέαινα
θέειον
View word page
θάρσος

τό

[θράσος.]

Genit. θάρσευς Il. 17.573.

ShortDef

courage, boldness

Debugging

Headword:
θάρσος
Headword (normalized):
θάρσος
Headword (normalized/stripped):
θαρσος
IDX:
4722
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4723
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[θράσος.]</p> <p>Genit. θάρσευς Il. 17.573.</p>'}