Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θαμίζω
θάμνος
θάνατόνδε
θάνατος
θανέεσθαι
θάνον
θάομαι
θάομαι
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλέως
θαρσέω
θάρσος
θάρσυνος
θαρσύνω
θάσσων
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
θάψαν
θεά
View word page
θαρσαλέως
[adv. fr. θαρσαλέος.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θαρσαλέως
Headword (normalized):
θαρσαλέως
Headword (normalized/stripped):
θαρσαλεως
IDX:
4720
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4721
Key:
Data
{'content': '<p>[adv. fr. θαρσαλέος.]</p>'}