Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θαμά
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θάμνος
θάνατόνδε
θάνατος
θανέεσθαι
θάνον
θάομαι
θάομαι
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλέως
θαρσέω
θάρσος
θάρσυνος
θαρσύνω
θάσσων
θαῦμα
View word page
θάομαι

[θαϝ-. Cf. θαῦμα, θηέομαι.]

3 pl. aor. opt. θησαίατο.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θάομαι
Headword (normalized):
θάομαι
Headword (normalized/stripped):
θαομαι
IDX:
4716
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4717
Key:

Data

{'content': '<p>[θαϝ-. Cf. θαῦμα, θηέομαι.]</p> <p>3 pl. aor. opt. θησαίατο.</p>'}