Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θάμνος
θάνατόνδε
θάνατος
θανέεσθαι
θάνον
θάομαι
θάομαι
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλέως
θαρσέω
View word page
θάμνος

[cf. θαμέες.]

ShortDef

a bush, shrub

Debugging

Headword:
θάμνος
Headword (normalized):
θάμνος
Headword (normalized/stripped):
θαμνος
IDX:
4711
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4712
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[cf. θαμέες.]</p>'}