Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θάμνος
θάνατόνδε
θάνατος
θανέεσθαι
θάνον
θάομαι
θάομαι
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλέως
View word page
θαμίζω
[θαμά.]
ShortDef
to come often
Debugging
Headword:
θαμίζω
Headword (normalized):
θαμίζω
Headword (normalized/stripped):
θαμιζω
IDX:
4710
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4711
Key:
Data
{'content': '<p>[θαμά.]</p>'}