Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θάμνος
θάνατόνδε
θάνατος
θανέεσθαι
θάνον
θάομαι
θάομαι
θάπτω
θαρσαλέος
View word page
θαμέες

Nom. pl. fem. θαμειαί.

Acc. θαμειάς.

ShortDef

crowded, close-set, thick

Debugging

Headword:
θαμέες
Headword (normalized):
θαμέες
Headword (normalized/stripped):
θαμεες
IDX:
4709
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4710
Key:

Data

{'content': '<p>Nom. pl. fem. θαμειαί.</p> <p>Acc. θαμειάς.</p>'}