Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θάμνος
θάνατόνδε
θάνατος
θανέεσθαι
θάνον
θάομαι
θάομαι
View word page
θαμβέω

[θάμβος.]

ShortDef

to be astounded, amazed

Debugging

Headword:
θαμβέω
Headword (normalized):
θαμβέω
Headword (normalized/stripped):
θαμβεω
IDX:
4707
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4708
Key:

Data

{'content': '<p>[θάμβος.]</p>'}