Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θάμνος
θάνατόνδε
θάνατος
θανέεσθαι
θάνον
View word page
θαλύσια
τά
[θάλλω.]
ShortDef
the firstlings of the harvest, offerings of first fruits
Debugging
Headword:
θαλύσια
Headword (normalized):
θαλύσια
Headword (normalized/stripped):
θαλυσια
IDX:
4705
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4706
Key:
Data
{'content': '<p>τά</p> <p>[θάλλω.]</p>'}