Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θάμνος
θάνατόνδε
θάνατος
View word page
θαλπωρή

[θάλπω.]

Warmth; hence

ShortDef

warming

Debugging

Headword:
θαλπωρή
Headword (normalized):
θαλπωρή
Headword (normalized/stripped):
θαλπωρη
IDX:
4703
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4704
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[θάλπω.]</p> <p>Warmth; hence</p>'}