Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
θαμβέω
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θάμνος
View word page
θαλπιάω

[θάλπω.]

Pres. pple. θαλπιόων.

ShortDef

to be or become warm

Debugging

Headword:
θαλπιάω
Headword (normalized):
θαλπιάω
Headword (normalized/stripped):
θαλπιαω
IDX:
4701
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4702
Key:

Data

{'content': '<p>[θάλπω.]</p> <p>Pres. pple. θαλπιόων.</p>'}