Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἅλις
ἁλίσκομαι
ἀλιταίνω
ἀλιτήμων
ἀλιτρός
ἄλκαρ
ἀλκή
ἄλκιμος
ἀλκτήρ
ἀλκυών
ἀλλά
ἀλλέγω
ἄλλῃ
ἄλληκτος
ἀλλήλων
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
View word page
ἀλκτήρ

-ῆρος, ὁ

[ἀλκ-, ἄλαλκον.]

ShortDef

a protector from

Debugging

Headword:
ἀλκτήρ
Headword (normalized):
ἀλκτήρ
Headword (normalized/stripped):
αλκτηρ
IDX:
469
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.470
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[ἀλκ-, ἄλαλκον.]</p>'}