Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄγασθε
ἀγάσσατο
ἀγάστονος
ἀγαυός
ἀγγελία
ἀγγέλλω
ἄγγελος
ἄγγος
ἄγε
ἀγείρω
ἀγελαῖος
ἀγελείη
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἄγεν
ἀγέραστος
ἀγέρθη
ἀγέροντο
ἀγέρωχος
ἄγετε
ἄγη
View word page
ἀγελαῖος

[ἀγέλη.]

ShortDef

belonging to a herd, feeding at large

Debugging

Headword:
ἀγελαῖος
Headword (normalized):
ἀγελαῖος
Headword (normalized/stripped):
αγελαιος
IDX:
46
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.47
Key:

Data

{'content': '<p>-η</p> <p>[ἀγέλη.]</p>'}