Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θαιρός
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
θαμβέω
θάμβος
View word page
θαλλός
ὁ
[θάλλω.]
ShortDef
a young shoot, young branch
Debugging
Headword:
θαλλός
Headword (normalized):
θαλλός
Headword (normalized/stripped):
θαλλος
IDX:
4698
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4699
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[θάλλω.]</p>'}