Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θαάσσω
θαιρός
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
θαμβέω
View word page
θαλίη

-ης, ἡ

[θάλλω.]

ShortDef

abundance, prosperity
Thalia

Debugging

Headword:
θαλίη
Headword (normalized):
θαλίη
Headword (normalized/stripped):
θαλιη
IDX:
4697
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4698
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[θάλλω.]</p>'}