Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἠώς
θαάσσω
θαιρός
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
θαμά
View word page
θαλερός

-ή, -όν

[θάλλω.]

ShortDef

blooming, fresh

Debugging

Headword:
θαλερός
Headword (normalized):
θαλερός
Headword (normalized/stripped):
θαλερος
IDX:
4696
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4697
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[θάλλω.]</p>'}