Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἠῶθεν
ἠώς
θαάσσω
θαιρός
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
θαλύσια
View word page
θαλέθω

[θάλλω.]

ShortDef

to bloom, flourish

Debugging

Headword:
θαλέθω
Headword (normalized):
θαλέθω
Headword (normalized/stripped):
θαλεθω
IDX:
4695
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4696
Key:

Data

{'content': '<p>[θάλλω.]</p>'}