Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἥψατο
ἠῶθεν
ἠώς
θαάσσω
θαιρός
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
θαλπωρή
θάλυς
View word page
θαλάσσιος

[θάλασσα.]

ShortDef

of, in, on, from the sea

Debugging

Headword:
θαλάσσιος
Headword (normalized):
θαλάσσιος
Headword (normalized/stripped):
θαλασσιος
IDX:
4694
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4695
Key:

Data

{'content': '<p>[θάλασσα.]</p>'}