Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἧχι
ἤχλυσε
ἥψατο
ἠῶθεν
ἠώς
θαάσσω
θαιρός
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
θαλπιάω
θάλπω
View word page
θάλαμος

-ου, ὁ.

A room or chamber.

ShortDef

an inner room

Debugging

Headword:
θάλαμος
Headword (normalized):
θάλαμος
Headword (normalized/stripped):
θαλαμος
IDX:
4692
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4693
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p> <p>A room or chamber.</p>'}