Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἤχθετο
ἤχθηρε
ἧχι
ἤχλυσε
ἥψατο
ἠῶθεν
ἠώς
θαάσσω
θαιρός
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
θάλος
View word page
θαλαμηπόλος

[θάλαμος + -πολος, conn. with πολεύω.]

ShortDef

a chamber-maid, waiting maid

Debugging

Headword:
θαλαμηπόλος
Headword (normalized):
θαλαμηπόλος
Headword (normalized/stripped):
θαλαμηπολος
IDX:
4690
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4691
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[θάλαμος + -πολος, conn. with πολεύω.]</p>'}