Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἤχθετο
ἤχθετο
ἤχθηρε
ἧχι
ἤχλυσε
ἥψατο
ἠῶθεν
ἠώς
θαάσσω
θαιρός
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
θαλάσσιος
θαλέθω
θαλερός
θαλίη
θαλλός
θάλλω
View word page
θαλάμη
-ης, ἡ
[cf. θάλαμος.]
ShortDef
a lurking-place, den, hole, cave
Debugging
Headword:
θαλάμη
Headword (normalized):
θαλάμη
Headword (normalized/stripped):
θαλαμη
IDX:
4689
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4690
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[cf. θάλαμος.]</p>'}