Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἁλιόω
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἅλις
ἁλίσκομαι
ἀλιταίνω
ἀλιτήμων
ἀλιτρός
ἄλκαρ
ἀλκή
ἄλκιμος
ἀλκτήρ
ἀλκυών
ἀλλά
ἀλλέγω
ἄλλῃ
ἄλληκτος
ἀλλήλων
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοειδής
View word page
ἄλκιμος
[ἀλκή.]
ShortDef
Alcimus
strong, stout
Debugging
Headword:
ἄλκιμος
Headword (normalized):
ἄλκιμος
Headword (normalized/stripped):
αλκιμος
IDX:
468
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.469
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀλκή.]</p>'}