Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἠύτε
Ἥφαιστος
ἧφι
ἤφυσε
ἠχή
ἠχήεις
ἤχθετο
ἤχθετο
ἤχθηρε
ἧχι
ἤχλυσε
ἥψατο
ἠῶθεν
ἠώς
θαάσσω
θαιρός
θαλάμη
θαλαμηπόλος
θάλαμόνδε
θάλαμος
θάλασσα
View word page
ἤχλυσε

3 sing. aor. ἀχλύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤχλυσε
Headword (normalized):
ἤχλυσε
Headword (normalized/stripped):
ηχλυσε
IDX:
4683
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4684
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀχλύω.</p>'}