Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἦτορ
ἠϋγένειος
ηὔδα
εὔκομος
ἠΰς
ἤϋσε
ἠύτε
Ἥφαιστος
ἧφι
ἤφυσε
ἠχή
ἠχήεις
ἤχθετο
ἤχθετο
ἤχθηρε
ἧχι
ἤχλυσε
ἥψατο
ἠῶθεν
ἠώς
θαάσσω
View word page
ἠχή

-ῆς, (ϝηχή)

[cf. (ϝ)ι(ϝ)άχω, (ϝ)ι(ϝ)αχή.]

ShortDef

a sound

Debugging

Headword:
ἠχή
Headword (normalized):
ἠχή
Headword (normalized/stripped):
ηχη
IDX:
4677
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4678
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, (ϝηχή)</p> <p>[cf. (ϝ)ι(ϝ)άχω, (ϝ)ι(ϝ)αχή.]</p>'}