Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἤτοι
ἦτορ
ἠϋγένειος
ηὔδα
εὔκομος
ἠΰς
ἤϋσε
ἠύτε
Ἥφαιστος
ἧφι
ἤφυσε
ἠχή
ἠχήεις
ἤχθετο
ἤχθετο
ἤχθηρε
ἧχι
ἤχλυσε
ἥψατο
ἠῶθεν
ἠώς
View word page
ἤφυσε
3 sing. aor. ἀφύσσω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἤφυσε
Headword (normalized):
ἤφυσε
Headword (normalized/stripped):
ηφυσε
IDX:
4676
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4677
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀφύσσω.</p>'}