Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἤτε
ᾐτιάασθε
ἠτίμασε
ᾐτιόωντο
ἤτοι
ἦτορ
ἠϋγένειος
ηὔδα
εὔκομος
ἠΰς
ἤϋσε
ἠύτε
Ἥφαιστος
ἧφι
ἤφυσε
ἠχή
ἠχήεις
ἤχθετο
ἤχθετο
ἤχθηρε
ἧχι
View word page
ἤϋσε

3 sing. aor. αὔω2.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤϋσε
Headword (normalized):
ἤϋσε
Headword (normalized/stripped):
ηυσε
IDX:
4672
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4673
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. αὔω2.</p>'}