Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἅλιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἅλις
ἁλίσκομαι
ἀλιταίνω
ἀλιτήμων
ἀλιτρός
ἄλκαρ
ἀλκή
ἄλκιμος
ἀλκτήρ
ἀλκυών
ἀλλά
ἀλλέγω
ἄλλῃ
ἄλληκτος
ἀλλήλων
ἀλλόγνωτος
View word page
ἄλκαρ

τό

[ἀλκή.]

ShortDef

a safeguard, defence

Debugging

Headword:
ἄλκαρ
Headword (normalized):
ἄλκαρ
Headword (normalized/stripped):
αλκαρ
IDX:
466
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.467
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[ἀλκή.]</p>'}