Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἧσται
ἤστην
ἡσυχίη
ἡσύχιος
ᾐσχυμμένος
ᾔσχυνε
ἥσω
ἦτε
ἤτε
ᾐτιάασθε
ἠτίμασε
ᾐτιόωντο
ἤτοι
ἦτορ
ἠϋγένειος
ηὔδα
εὔκομος
ἠΰς
ἤϋσε
ἠύτε
Ἥφαιστος
View word page
ἠτίμασε
3 sing. aor. ἀτιμάζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἠτίμασε
Headword (normalized):
ἠτίμασε
Headword (normalized/stripped):
ητιμασε
IDX:
4664
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4665
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀτιμάζω.</p>'}