Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἧσι
ᾖσι
ἤσκειν
ἧσο
ἥσσων
ἧσται
ἤστην
ἡσυχίη
ἡσύχιος
ᾐσχυμμένος
ᾔσχυνε
ἥσω
ἦτε
ἤτε
ᾐτιάασθε
ἠτίμασε
ᾐτιόωντο
ἤτοι
ἦτορ
ἠϋγένειος
ηὔδα
View word page
ᾔσχυνε

3 sing. aor. αἰσχύνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾔσχυνε
Headword (normalized):
ᾔσχυνε
Headword (normalized/stripped):
ησχυνε
IDX:
4659
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4660
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. αἰσχύνω.</p>'}