Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἦσθα
ἧσι
ᾖσι
ἤσκειν
ἧσο
ἥσσων
ἧσται
ἤστην
ἡσυχίη
ἡσύχιος
ᾐσχυμμένος
ᾔσχυνε
ἥσω
ἦτε
ἤτε
ᾐτιάασθε
ἠτίμασε
ᾐτιόωντο
ἤτοι
ἦτορ
ἠϋγένειος
View word page
ᾐσχυμμένος
pf. pple. pass. αἰσχύνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ᾐσχυμμένος
Headword (normalized):
ᾐσχυμμένος
Headword (normalized/stripped):
ησχυμμενος
IDX:
4658
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4659
Key:
Data
{'content': '<p>pf. pple. pass. αἰσχύνω.</p>'}