Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
ἥρμοσε
ἥρπασε
ἠρτύναντο
ἤρυγε
ἠρύκακε
ἠρῶ
ἥρως
ἦσαν
ἥσατο
ἥσει
ἦσθα
ἧσι
ᾖσι
View word page
ἠρτύναντο
3 pl. aor. mid. ἀρτύνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἠρτύναντο
Headword (normalized):
ἠρτύναντο
Headword (normalized/stripped):
ηρτυναντο
IDX:
4640
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4641
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. mid. ἀρτύνω.</p>'}