Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
ἥρμοσε
ἥρπασε
ἠρτύναντο
ἤρυγε
ἠρύκακε
ἠρῶ
ἥρως
ἦσαν
ἥσατο
ἥσει
ἦσθα
ἧσι
View word page
ἥρπασε

ἥρπαξε

3 sing. aor. ἁρπάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἥρπασε
Headword (normalized):
ἥρπασε
Headword (normalized/stripped):
ηρπασε
IDX:
4639
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4640
Key:

Data

{'content': '<p>ἥρπαξε</p> <p>3 sing. aor. ἁρπάζω.</p>'}