Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
ἥρμοσε
ἥρπασε
ἠρτύναντο
ἤρυγε
ἠρύκακε
ἠρῶ
ἥρως
ἦσαν
ἥσατο
ἥσει
ἦσθα
View word page
ἥρμοσε

3 sing. aor. ἁρμόζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἥρμοσε
Headword (normalized):
ἥρμοσε
Headword (normalized/stripped):
ηρμοσε
IDX:
4638
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4639
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἁρμόζω.</p>'}