Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
ἥρμοσε
ἥρπασε
ἠρτύναντο
ἤρυγε
ἠρύκακε
ἠρῶ
ἥρως
ἦσαν
ἥσατο
ἥσει
View word page
ἤρκεσε
3 sing. aor. ἀρκέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἤρκεσε
Headword (normalized):
ἤρκεσε
Headword (normalized/stripped):
ηρκεσε
IDX:
4637
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4638
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀρκέω.</p>'}