Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
ἥρμοσε
ἥρπασε
ἠρτύναντο
ἤρυγε
ἠρύκακε
ἠρῶ
ἥρως
ἦσαν
ἥσατο
View word page
ἤριπε
3 sing. aor. ἐρείπω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἤριπε
Headword (normalized):
ἤριπε
Headword (normalized/stripped):
ηριπε
IDX:
4636
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4637
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἐρείπω.</p>'}