Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
ἥρμοσε
ἥρπασε
ἠρτύναντο
ἤρυγε
ἠρύκακε
ἠρῶ
ἥρως
ἦσαν
View word page
ἠρίον

τό.

ShortDef

a mound, barrow, tomb

Debugging

Headword:
ἠρίον
Headword (normalized):
ἠρίον
Headword (normalized/stripped):
ηριον
IDX:
4635
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4636
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}