Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
ἥρμοσε
ἥρπασε
ἠρτύναντο
ἤρυγε
View word page
ἠρήρειστο
3 sing. plupf. pass. ἐρείδω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἠρήρειστο
Headword (normalized):
ἠρήρειστο
Headword (normalized/stripped):
ηρηρειστο
IDX:
4631
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4632
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. plupf. pass. ἐρείδω.</p>'}