Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
ἥρμοσε
ἥρπασε
ἠρτύναντο
View word page
ἤρηρει

3 sing. plupf. ἀραρίσκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤρηρει
Headword (normalized):
ἤρηρει
Headword (normalized/stripped):
ηρηρει
IDX:
4630
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4631
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. plupf. ἀραρίσκω.</p>'}