Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
ἥρμοσε
View word page
ἠρᾶτο
3 sing. impf. ἀράομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἠρᾶτο
Headword (normalized):
ἠρᾶτο
Headword (normalized/stripped):
ηρατο
IDX:
4628
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4629
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. impf. ἀράομαι.</p>'}